Προσυμπτωματικός έλεγχος του καρκίνου του μαστού


Ο καρκίνος αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου από παθολογικά αίτια μετά από τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Στις γυναίκες ο καρκίνος του μαστού είναι η συχνότερη μορφή κακοήθους νεοπλασίας, ενώ αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο στις γυναίκες (κυριαρχεί πλέον ο καρκίνος του πνεύμονα).Η αύξηση των νέων περιστατικών καρκίνου του μαστού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πρωιμότερη ανίχνευσή του ενώ η ελάττωση στη θνησιμότητα από τη νόσο οφείλεται τόσο στην έγκαιρη διάγνωσή της όσο και στην πρόοδο που έχει επιτελεστεί στις αντινεοπλασματικές θεραπείες τα τελευταία χρόνια.

Υπάρχει πληθώρα εξετάσεων που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση του καρκίνου του μαστού. Ποιες όμως συμβάλλουν πραγματικά στην πρώιμη διάγνωση και, πιο συγκεκριμένα, στην ανακάλυψη της νόσου πριν αυτή δώσει συμπτώματα, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματικότερες και οι θεραπείες που θα χρησιμοποιηθούν; Ας αναφέρουμε τις διάφορες μεθόδους και ας δούμε ποιος είναι ο ρόλος τους στην πρόληψη της νόσου

  • Μαστογραφία: Αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη, αποτελεσματική και ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδο προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του μαστού. Έχει βρεθεί ότι μπορεί να ανιχνεύσει τον καρκίνο 1-4 έτη πριν εκείνος δώσει συμπτώματα. Γίνονται 2 ακτινογραφικές λήψεις ανά μαστό (κεφαλουραία και πλάγια). Η μέση απορροφούμενη δόση ακτινοβολίας από τον κάθε μαστό είναι ίση με αυτή που δεχόμαστε από το περιβάλλον σε 3 μήνες. Επομένως, το φορτίο της ακτινοβολίας δεν πρέπει να φοβίζει τη γυναίκα ούτε να την αποτρέπει από το να προβαίνει σε τακτικό μαστογραφικό έλεγχο.Στην ψηφιακή μαστογραφία γίνεται χρήση της τεχνολογίας της επεξεργασίας της εικόνας μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή και διοχετεύεται χαμηλότερη δόση ακτινοβολίας, όμως το κόστος της είναι σαφώς υψηλότερο και δεν καλύπτεται από τα κρατικά ασφαλιστικά ταμεία (σε αντίθεση με τη συμβατική μαστογραφία που δικαιολογείται ετησίως στις γυναίκες άνω των 40 ετών). Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι από μεγάλες μελέτες δεν έχει καταγραφεί διαφορά ανάμεσα στη συμβατική και στην ψηφιακή μαστογραφία ως προς τη διαγνωστική τους ακρίβεια, όταν βεβαίως η ανάγνωση γίνεται από έμπειρο ακτινολόγο, υπερτερεί όμως διαγνωστικά η ψηφιακή μέθοδος στις νεότερες γυναίκες και σε εκείνες που έχουν πυκνούς μαστούς.Το αποτέλεσμα της μαστογραφίας αξιολογείται από τον ακτινολόγο με τη χρήση του συστήματος αναφοράς και καταγραφής δεδομένων απεικόνισης μαστού του Αμερικανικού Κολλεγίου Ακτινολογίας (BI-RADS, με κλίμακα 0-6) και αναλόγως υπάρχει η σύσταση για περαιτέρω ή όχι διερεύνηση τυχόν ύποπτων βλαβών
  • Αυτοεξέταση. Εδώ και 80 περίπου έτη συστήνεται ως αποτελεσματικό μέτρο προληπτικού ελέγχου, όμως, η συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας έδειξε ότι η μέθοδος αυτή δεν αυξάνει την επιβίωση από τη νόσο. Παρόλα αυτά συμβάλλει στην επαγρύπνηση των γυναικών να ελέγχουν το σώμα τους και ιδίως τους μαστούς τους, έτσι ώστε να μην αμελούν να επισκέπτονται τον ιατρό τους όποτε υπάρχει ανάγκη.
  • Κλινική ιατρική εξέταση. Συνίσταται στην επισκόπηση και την ψηλάφηση των μαστών από ειδικά εκπαιδευμένο και έμπειρο ιατρό, ο οποίος πρέπει να αφιερώνει τουλάχιστον 5 λεπτά για την εξέταση κάθε μαστού σε όρθια και ύπτια θέση. Δεν αποτελεί από μόνη της αποτελεσματική μέθοδο προσυμπτωματικού ελέγχου και πρέπει πάντοτε να συνδυάζεται με μαστογραφία. 
  • Υπερηχογράφημα μαστών. Ο ρόλος του είναι συμπληρωματικός της μαστογραφίας και σε καμία περίπτωση δε μπορεί να την υποκαταστήσει. Δεν ακτινοβολεί τους μαστούς, είναι χρήσιμο στη διάκριση κυστικών από συμπαγείς βλάβες, έχει όμως χαμηλή διαγνωστική ακρίβεια στην ανίχνευση μικροαποτιτανώσεων οι οποίες μπορεί να υποκρύπτουν την παρουσία κακοήθους βλάβης. Επομένως το υπερηχογράφημα δε συστήνεται μεμονωμένα ως δοκιμασία προσυμπτωματικού ελέγχου και δικαιολογείται από τα ασφαλιστικά ταμεία, παρά μόνο επί υπόπτων ευρημάτων στη μαστογραφία ή για την παρακολούθηση νεαρών γυναικών έως 30 ετών με ισχυρό κληρονομικό ιστορικό ή ψηλαφητές βλάβες στο μαστό.
  • Μαγνητική τομογραφία μαστών. Δεν αποτελεί εργαλείο μαζικού προσυμπτωματικού ελέγχου. Έχει χαμηλότερη ειδικότητα από τη μαστογραφία στην ανίχνευση βλαβών και δεν μπορεί να διακρίνει εύκολα τις αποτιτανώσεις. Ο ρόλος της επομένως είναι συμπληρωματικός της μαστογραφίας και το όφελός της περιορίζεται μόνο στις γυναίκες υψηλού κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου του μαστού (π.χ. φορείς μεταλλαγμένων γονιδίων BRCA-1 ή BRCA-2) και σε γυναίκες με παθολογικά ευρήματα στη μαστογραφία που χρήζουν διερεύνησης.
  • Καρκινικοί δείκτες. Είναι ουσίες που παράγονται από καρκινικά ή άλλα κύτταρα του σώματος ως απάντηση σε κακοήθη ή καλοήθη νοσήματα. Ως τώρα έχουν ανιχνευθεί περισσότεροι από 20 καρκινικοί δείκτες οι οποίοι έχουν κλινική χρησιμότητα. Κάποιοι συσχετίζονται με συγκεκριμένη μορφή καρκίνου ενώ κάποιοι άλλοι μπορεί να είναι αυξημένοι σε 2 ή περισσότερες μορφές καρκίνου. Όλοι όμως μπορεί να είναι αυξημένοι και σε μη νεοπλασματικές καταστάσεις και για το λόγο αυτό δεν έχουν καθιερωθεί ως δοκιμασία προσυμπτωματικού ελέγχου στο γενικό πληθυσμό. Με άλλα λόγια ένας αυξημένος καρκινικός δείκτης δε σημαίνει καρκίνο, ούτε φυσικά και η φυσιολογική τιμή του δείκτη αποκλείει την ύπαρξη κακοήθους νεοπλάσματος. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο πιο «ειδικός» δείκτης για τον καρκίνο του μαστού, το καρκινικό αντιγόνο 15-3 (CA 15-3) είναι αυξημένο μόνο στο 35-50% των γυναικών με καρκίνο του μαστού, ενώ αυξάνεται και σε μη κακοήθεις καταστάσεις όπως τα ινοαδενώματα των μαστών, η ηπατίτιδα, παθήσεις των βρόγχων και δυσλειτουργία των νεφρών. Επομένως η μέτρηση των καρκινικών δεικτών δε δικαιολογείται σε υγιείς γυναίκες, παρά μόνο σε ασθενείς με διαγνωσμένο καρκίνο του μαστού, ως μέσο παρακολούθησης της ανταπόκρισης στη λαμβανόμενη θεραπεία ή της πιθανούς υποτροπής. 

Έτσι, με γνώμονα τα όσα περιγράφηκαν ως τώρα και με βάση και τις οδηγίες που ισχύουν στη χώρα μας, οι συστάσεις για τη δευτερογενή πρόληψη του καρκίνου του μαστού είναι:

  • Μηνιαία αυτοεξέταση με σκοπό την εξοικείωση της γυναίκας με τους μαστούς και την επαγρύπνησή της σε όλες τις ηλικίες. 
  • Ηλικίες 20-39 έτη: Κλινική εξέταση μαστών κάθε 1-3 έτη. Διενέργεια πρώτης μαστογραφίας (αναφοράς) μεταξύ 35-39 ετών.
  • Ηλικίες 40 ετών και άνω: Ετήσια κλινική εξέταση μαστών. Μαστογραφία κάθε 1-2 έτη.
  • Ηλικίες 72 ετών και άνω: Η διενέργεια της μαστογραφίας μπορεί να γίνεται ανά 2 έτη.

Η μαστογραφία, είναι μία εύκολη, σύντομη, αξιόπιστη και φθηνή (ιδίως η συμβατική μορφή της) εξέταση. Ας μην αμελούν οι γυναίκες να αφιερώνουν λίγα λεπτά της ώρας, μία φορά το χρόνο, για την υγεία των μαστών τους. Η πρόληψη σώζει ζωές.