Εμβόλια ενηλίκων


Σύμφωνα με το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών των ενηλίκων όλοι οι ενήλικες πρέπει να έχουν κάνει τα εμβόλια:

  • διφθερίτιδας-τέτανου-κοκκύτη

  • ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας

  • ανεμοβλογιάς

  • γρίπης

  • πνευμονιόκοκκου

  • έρπητα ζωστήρα

  • ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV) (για γυναίκες)

Ακόμα, υπάρχουν εμβόλια που συστήνονται μόνο σε ενήλικες που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως

  • μηνιγγίτιδας

  • ηπατίτιδας Α και Β

  • αιμόφιλου ινφλουέτζας

Ο εμβολιασμός για τα περισσότερα από τα εμβόλια αυτά συνήθως γίνεται στην παιδική ηλικία. Αν όμως για διάφορους λόγους δεν γίνει στην παιδική ηλικία, μπορεί να ξεκινήσει ή να ολοκληρωθεί και αργότερα.

Το εμβόλιο της γρίπης συστήνεται σε όλους τους ενήλικες άνω των 60 ετών σε μια δόση κάθε χρόνο που γίνεται τον Οκτώβριο-Νοέμβριο κάθε έτους, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου γρίπης, η οποία διαρκεί συνήθως έως το Μάρτιο. Σημειώνεται ότι απαιτούνται τουλάχιστον 2 εβδομάδες από τον εμβολιασμό για να παραχθούν αντισώματα και να έχουμε προστασία από την γρίπη. Το εμβόλιο καλύπτει τους εμβολιασθέντες σε ποσοστό 80%.

Επίσης, το εμβόλιο της γρίπης συστήνεται να γίνεται σε πάσχοντες από χρόνια νοσήματα (όπως πνευμονοπάθειες, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες, νευρολογικές παθήσεις, σακχαρώδη διαβήτη, δρεπανοκυτταρική αναιμία και ανοσοκαταστολή), σε άτομα που φροντίζουν βρέφη<6μηνών ή ασθενή με βαριά πάθηση, σε επαγγελματίες υγείας και σε όσους μένουν σε ιδρύματα.

Γενικά, το εμβόλιο είναι καλά ανεκτό και ασφαλές. Πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι τοπικός ερεθισμός στο σημείο της ένεσης, κεφαλαλγία, αίσθημα κόπωσης, μυαλγίες, αρθραλγίες, πυρετός, αλλεργική αντίδραση. Το εμβόλιο αντενδείκνυται σε άτομα με :

  • σοβαρή αλλεργία σε αυγό ή σε κάποιο από τα συστατικά του εμβολίου

  • ιστορικό αλλεργίας σε εμβόλιο γρίπης

  • πυρετό

  • ιστορικό συνδρόμου Guillain-Barre, ένα σπάνιο νευρολογικό νόσημα, αγνώστου αιτιολογίας, το οποίο θεωρείται ανοσολογική απάντηση του οργανισμού σε λοιμώδη αντιγόνα.

Το εμβόλιο του πνευμονιοκόκκου, παρέχει προστασία εναντίον ενός βακτηρίου που προκαλεί σοβαρές λοιμώξεις στον άνθρωπο, όπως πνευμονία, μηνιγγίτιδα, σηψαιμία.. Υπάρχουν δύο είδη εμβολίου το παλιότερο πολυσακχαριδικό, που παρέχει προστασία απέναντι σε 23 τύπους του βακτηρίου, και το νεότερο συζευγμένο, που προστατεύει από 13 τύπους, αλλά εμφανίζει καλύτερη ανοσολογική απόκριση. Συστήνεται να γίνονται και τα δύο σε άτομα άνω των 65, πρώτα το συζευγμένο και 6-12 μήνες μετά το πολυσακχαριδικό. Αν έχει γίνει πρώτα το πολυσακχαριδικό τότε το συζευγμένο γίνεται τουλάχιστον ένα χρόνο μετά.

Τα δύο αυτά εμβόλια-εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων-γίνονται μία φορά μόνο το καθένα σε ηλικία άνω των 65. Ειδικά για το πολυσακχαριδικό εμβόλιο, αν έχει γίνει πριν την ηλικία των 65, χρειάζεται και μια δεύτερη αναμνηστική δόση μετά τα 65 που γίνεται τουλάχιστον 5 χρόνια μετά από την πρώτη δόση.

Το εμβόλιο συστήνεται ακόμα σε ενήλικες ανεξαρτήτως ηλικίας που πάσχουν από σοβαρές χρόνιες παθήσεις, εμφανίζουν ασπληνία, συγγενή ανοσοανεπάρκεια, HIV λοίμωξη και σε συστηματικούς καπνιστές.

Ο τέτανος προκαλείται από την τοξίνη του βακτηρίου κλωστηρίδιο του τετάνου, το οποίο βρίσκεται στο έδαφος, τη σκόνη και τον εντερικό σωλήνα ανθρώπων και ζώων. Το βακτήριο εισέρχεται στον οργανισμό από κάποιο τραύμα ή έγκαυμα. Τα μικρά τραύματα είναι συχνά πιο επικίνδυνα, γιατί περνούν απαρατήρητα. Ο συνολικός δείκτης θνητότητας, δηλαδή αυτοί που πεθαίνουν από όσους αρρώστησαν είναι υψηλός και κυμαίνεται μεταξύ 10-70%.

Ο αρχικός εμβολιασμός για τον τέτανο γίνεται στην παιδική ηλικία και αναμνηστικές δόσεις του πρέπει να επαναλαμβάνονται κάθε δέκα χρόνια. Τελευταία, ως αναμνηστική δόση συστήνεται να γίνεται το αντιτετανικό εμβόλιο που παρέχει προστασία και για τη διφθερίτιδα, ενώ μία μόνο φορά στη ζωή του ενήλικα η αναμνηστική δόση του εμβολίου πρέπει να παρέχει και προστασία και για τον κοκκύτη.

Σε ενήλικες με άγνωστο ή ελλιπή εμβολιασμό ξεκινάμε με 3 δόσεις εμβολίου ή συμπληρώνουμε τις δόσεις που λείπουν. Οι δόσεις μπορεί να συμπληρωθούν κανονικά ανεξάρτητα από το διάστημα που έχει περάσει από τον αρχικό εμβολιασμό.

Είναι λάθος να συγχέεται ο ορός του τετάνου με το εμβόλιο. Το πρώτο αποτελεί παθητική ανοσοποίηση, δηλαδή παρέχει έτοιμη αντιτετανική ανοσοσφαιρίνη για προστασία εναντίον του τετάνου, αλλά η δράση του διαρκεί λίγο, περίπου 3-4 εβδομάδες. Επίσημα, δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός στο χορήγηση του ορού μετά τον τραυματισμό-όπως είχε λανθασμένα επικρατήσει- αλλά όσο νωρίτερα χορηγείται τόσο καλύτερα. Αν έχουν περάσει πάνω από 24 ώρες από τον τραυματισμό, συστήνεται να γίνει διπλή δόση ορού. Το εμβόλιο παρέχει προστασία που διαρκεί 5-10 έτη ανάλογα με το είδος του τραύματος. Σε ανεμβολίαστα άτομα για μεγαλύτερη προστασία συστήνεται ταυτόχρονη χορήγηση εμβολίου και ορού την ίδια μέρα σε διαφορετικό σημείο του σώματος.

Δυο νεότερα εμβόλια είναι αυτά του HPV και του έρπητα ζωστήρα. Έχουν βρεθεί ότι ορισμένα στελέχη του ιού ΗPV (ανθρωπίνων θηλωμάτων) είναι υπεύθυνα για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ενώ άλλα στελέχη προκαλούν κονδυλώματα. Ο εμβολιασμός με τα υπάρχοντα εμβόλια (διδύναμο και τετραδύναμο) προλαμβάνει πάνω από το 75% των περιπτώσεων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Επιπλέον, με το τετραδύναμο εμβόλιο προλαμβάνεται και το 90% των γεννητικών κονδυλωμάτων. Συνιστάται σε γυναίκες 18-26 ετών σε 3 δόσεις. Επειδή, δεν καλύπτει πλήρως για καρκίνο του τραχήλου, δεν υποκαθιστά το τεστ Παπανικολάου, το οποίο πρέπει να συνεχίσει να γίνεται κανονικά.

Σύμφωνα με τον ΚΕΕΛΠΝΟ οι παρενέργειες που έχουν πιστοποιηθεί ως οφειλόμενες στον εμβολιασμό είναι ήπιες τοπικές παρενέργειες, καθώς και ορισμένες ήπιες συστηματικές παρενέργειες, όπως ζάλη και τάση λιποθυμίας κατά τον εμβολιασμό, ήπιος πυρετός, κεφαλαλγία και κακοδιαθεσία για 2-3 ημέρες, σπανίως δε και κάποια αλλεργική αντίδραση.

Ο έρπης ζωστήρ είναι μια πάθηση που οφείλεται στο ιό της ανεμοβλογιάς-έρπητα ζωστήρα και η αρχική προσβολή προκαλεί ανεμοβλογιά. Ο έρπητας ζωστήρας εμφανίζεται σε άτομα που είχαν νοσήσει από ανεμοβλογιά παλαιότερα. Μετά την αρχική λοίμωξη ο ιός παραμένει στο νευρικό σύστημα, σε κατάσταση "αδράνειας" και μπορεί να προκαλέσει πολλά χρόνια αργότερα τον έρπητα ζωστήρα, με κυριότερες επιπλοκές τη μεθερπητική νευραλγία και την προσβολή του οφθαλμικού κλάδου του τριδύμου νεύρου.

Μία δόση εμβολίου που περιέχει ζώντα εξασθενημένο ιό κατά του έρπητα ζωστήρα συστήνεται για ενήλικες ηλικίας ≥60ετών ανεξάρτητα, αν αναφέρεται προηγούμενο επεισόδιο έρπητα ζωστήρα και αν πάσχουν από χρόνια νοσήματα. Το εμβόλιο δε χορηγείται σε σοβαρή ανοσοανεπάρκεια, από νόσο όπως λευχαιμία, AIDS ή από φάρμακα που επηρεάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα και σε ασθενείς με ενεργό φυματίωση.