Το αδύνατο παιδί


“Μα γιατρέ μου, δεν τρώει, τι να κάνω;” μου λέει με φωνή γεμάτη απελπισία η μαμά του οχτάχρονου Γιώργου και γυρίζουμε κι οι δύο μαζί και τον κοιτάμε, σα να τον βλέπουμε πρώτη φορά. Ο Γιώργος κάθεται περιχαρής στο εξεταστικό κρεββάτι κλοτσώντας με τα πόδια του τον αέρα και περιμένει μάλλον βαριεστημένα αλλά στωικά να τελειώσει η εξέταση για να πάει να παίξει μπάλα με το φίλο του το Γιάννη.

Ο Γιώργος είναι αδύνατος, πολύ αδύνατος, αυτό που θα περιγράφαμε ως “κοκκαλιάρη”. Είναι μυώδης και αεικίνητος, ζωηρός, χαριτωμένος, πανέξυπνος και σκανδαλιάρης. Κοιτάζει τον πατέρα του. Πατέρας και γιός ανταλάσσουν ένα βλέμα του τύπου “μα τι λέει;”

“Μα βρε Κατερίνα, κι εγώ έτσι ήμουν στην ηλικία του,δε σου' χω δείξει φωτογραφίες;”λέει ο μπαμπάς κι αυτή τη φορά γυρίζουμε όλοι και κοιτάμε το μπαμπά,που μεσήλικας πλέον,παραμένει κι εκείνος “κοκκαλιάρης”.

“Μα να το αφήνουμε το παιδί νηστικό;”πετάγεται η γιαγιά (μάνα της μάνας, θρεμμένη η ίδια) που έχει συνοδεύσει το ζευγάρι και τον εγγονό στο γιατρό και που ίσως να είναι και εκείνη που έχει προκαλέσει την επίσκεψη.

Έχουμε λοιπόν έναν αδύνατο οχτάχρονο, μια μαμά και μια γιαγιά που ανησυχούν, έναν μπαμπά που δεν ανησυχεί και μια γιατρό που αναρωτιέται πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση.

Η οποία κατάσταση είναι πολύ συχνή στα ιατρεία των παιδιάτρων.

Πρέπει να ανησυχούμε για ένα υγιές παιδί που είναι αδύνατο;Πρέπει να το υποβάλουμε σε εξετάσεις; Πρέπει να δώσουμε ειδικές οδηγίες διατροφής;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Πρώτα πρώτα, πρέπει να “βάλουμε το παιδί στις καμπύλες”. Τι σημαίνει αυτό;

Στο βιβλιάριο υγείας του παιδιού θα παρατηρήσετε ότι υπάρχουν κάποιες σελίδες με γραφήματα που αναφέρονται στο βάρος, στο ύψος και στην περίμετρο της κεφαλής, οι λεγόμενες “καμπύλες ανάπτυξης”. Είναι διαφορετικές για αγόρια και κορίτσια και διαφορετικές για βρέφη και μεγαλύτερα παιδιά. Βρίσκοντας σε ποιό σημείο της καμπύλης βρίσκεται κάθε παιδί για το βάρος, προσδιορίζουμε τη σχέση του βάρους του συγκεκριμένου παιδιού με το βάρος του μέσου όρου των παιδιών της ηλικίας του και του φύλου του στη χώρα αναφοράς , την Ελλάδα στο παράδειγμά μας. Σε γενικές γραμμές,ανησυχούμε για ένα παιδί που βρίσκεται κάτω από το πιό χαμηλό όριο αλλά και για ένα παιδί που το βάρος του είναι πολύ πιο χαμηλό από αυτό που θα περιμέναμε να έχει σε σχέση με το ύψος του.

Παράλληλα,μας ενδιαφέρει να παρακολουθήσουμε το βάρος του ίδιου παιδιού στην πορεία του χρόνου. Για να γίνει αυτό , θα πρέπει να έχουμε τακτικές καταγεγραμμένες μετρήσεις βάρους(ανά εξάμηνο περίπου) .Αν δούμε ότι ένα παιδί “πέφτει στις καμπύλες” σημαντικά, δηλαδή δεν παίρνει βάρος με τον αναμενόμενο ρυθμό, έχουμε πιθανώς μια ένδειξη να κάνουμε κάποιο έλεγχο ή να παρακολουθήσουμε πιό συστηματικά την πορεία του βάρους του παιδιού.

Υπάρχουν και άλλες ενδείξεις για να γίνει έλεγχος, όπως ένα αδύνατο και ωχρό παιδί, διαταραχές από το γαστρεντερικό, συχνές λοιμώξεις, διάταση της κοιλιάς και άλλα. Σε κάθε περίπτωση, ο/η παιδίατρος είναι εκείνος/η που θα μας υποδείξει αν χρειάζεται να γίνει κάποιος έλεγχος και ποιός θα είναι αυτός. Κάποιοι γονείς απορούν όταν ο γιατρός ζητάει να γίνουν εξετάσεις, πιστεύοντας ότι αρκεί απλώς να δώσει κάποιες βιταμίνες ή να μαλώσει ή ακόμη και να τρομάξει το παιδί για να τρώει περισσότερο(φάε γιατί θα σου κάνω ένεση...), πράγμα που κανένας βέβαια παιδίατρος δε θα κάνει!Ωστόσο, αν υπάρχει υποψία για κάποια πάθηση που ευθύνεται για ανεπαρκές βάρος, οι εξετάσεις που θα μας πει ο/η γιατρός μας είναι απαραίτητο να γίνουν. Συνήθως οι εξετάσεις αυτές γίνονται για να αποκλειστεί και όχι για να επιβεβαιωθεί μία πάθηση και τις περισσότερες φορές είναι -ευτυχώς-αρνητικές.

Αν ο/η παιδίατρός μας δεν ανησυχεί για το βάρος ή αν γίνουν εξετάσεις που δεν δείχνουν κάτι παθολογικό, είναι πολύ πιθανό το παιδί μας να είναι απλά αδύνατο γιατί...έτσι είναι “το σκαρί του”!

Τι κάνουμε σε αυτή την περίπτωση;

  1. Εμπιστευόμαστε το γιατρό μας που παρακολουθεί χρόνια το παιδί μας και φυσικά, θέλει το καλό του. Δεν αρχίζουμε να γυρίζουμε τους γιατρούς ψάχνοντας να μας επιβεβαιώσουν με το ζόρι τις ανησυχίες μας

  2. Συνεχίζουμε να πηγαίνουμε τακτικά το παιδί μας στο γιατρό του για τους προγραμματισμένους ελέγχους υγείας και ανάπτυξης, περίπου κάθε έξι μήνες ή πιό συχνά αν μας δώσει αυτή την οδηγία

  3. Σταματάμε να ανησυχούμε . Ως γονείς, κατανοούμε ότι από τη στιγμή που είναι υγιές, δεν πειράζει που το παιδί μας είναι αδύνατο. Ανακοινώνουμε τις οδηγίες του/της παιδιάτρου μας και στην υπόλοιπη οικογένεια που πιθανώς ανησυχεί (παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θείες) και συμμαχούμε ενάντια στη δική τους υπερβολική ανησυχία

  4. Βεβαιωνόμαστε ότι το αδύνατο παιδί τρώει τακτικά και ποιοτικά και δε δίνουμε μεγάλη σημασία στην ποσότητα

  5. Δεν του δίνουμε τροφές με πολλές θερμίδες (πολύ ψωμί, ζαχαρωτά) μόνο και μόνο για να το δούμε πιό παχύ.

  6. Κοιτάζουμε να αποφεύγει τις “άδειες” θερμίδες που του κόβουν την όρεξη, όπως αυτές που προέρχονται από χυμούς, αναψυκτικά και συσκευασμένα σνακς

  7. Χρησιμοποιούμε μικρές μερίδες για το λιγόφαγο παιδί. Αν του σερβίρουμε μεγάλες ποσότητες, το κάνουμε ακόμη πιο διστακτικό να φάει

  8. Δεν κάνουμε ψυχολογικό πόλεμο στο παιδί, δεν το απειλούμε ούτε το επιβραβεύουμε σχετικά με το φαγητό

Με την ήρεμη καθοδήγηση των γονιών τους, τα υγιή αδύνατα παιδιά μπορούν να γίνουν υγιείς αδύνατοι ενήλικες . Κι όπως έλεγε ένας διακεκριμένος παιδίατρος “υπάρχουν ινστιτούτα αδυνατίσματος και όχι ινστιτούτα πάχυνσης” , καταδεικνύοντας ότι το πραγματικό πρόβλημα της εποχής μας είναι η παχύσαρκοι, δυνητικά ασθενείς , άνθρωποι και όχι οι υγιείς αδύνατοι.