Αϋπνία


Γενικά για την αϋπνία

 

Η αϋπνία είναι συχνό πρόβλημα, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Ενώ ο μέσος απαραίτητος χρόνος ύπνου για τον ενήλικο είναι 7-8 ώρες, για τον ηλικιωμένο φυσιολογικός μπορεί να θεωρείται ο ύπνος διάρκειας ακόμη και 4 ωρών. Ο μέσος ηλικιωμένος χρειάζεται ύπνο 5-6 ωρών. Μπορεί να αφορά την αδυναμία επέλευσης του ύπνου, την αδυναμία πρώιμη αφύπνιση, ακόμη και κατά το ξημέρωμα την αδυναμία διατήρησης του ύπνου με συνέπεια την ξαγρύπνια για μεγάλα διαστήματα στη διάρκεια της νύχτας.

Απαραίτητα ωστόσο είναι δύο ερωτήματα: πρόκειται όντως για αϋπνία ή μήπως ο «ασθενής» έχει παράλογες απόψεις σχετικά με τα ζητήματα ύπνου; Για παράδειγμα, εάν κανείς κοιμάται για 2-3 ώρες το μεσημέρι, είναι αφύσικο να κοιμηθεί άλλες 8 το βραδύ, όπως και εάν όλη την ημέρα δεν συμμετέχει σε καμία σωματική η νοητική δραστηριότητα. Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με το κατά πόσον το πρόβλημα επηρεάζει την επόμενη ημέρα: συνήθως, ο ασθενής νιώθει ότι δεν ξυπνά ξεκούραστος και με «αίσθημα φρεσκάδας», αναφέρει ότι του είναι δύσκολο να σηκωθεί από το κρεβάτι την επιθυμητή ώρα ή ότι στη διάρκεια της ημέρας εμφανίζει υπνηλία. Εάν όχι, η αϋπνία, ακόμη και αν υπάρχει μπορεί να μην αποτελεί πρόβλημα, καθώς υπάρχουν σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που αρκούνται σε ελάχιστες ώρες ύπνου. Οι ασθενείς με αϋπνία παραπονούνται επίσης για μειωμένη συγκέντρωση, ευερεθιστότητα και γενική «κατάπτωση».

Η αϋπνία συχνά εμφανίζεται χωρίς εμφανή αιτία. Συχνά συνυπάρχει ένα είδος υπερβολικής ενασχόλησης, «εμμονής», με τον ύπνο, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι δευτερογενές. Το συνηθέστερο όμως είναι η αϋπνία να συνοδεύεται και από συμπτώματα άγχους (βλέπε και σχετικό κεφάλαιο). Η εμφάνιση αϋπνίας τη νύχτα που προηγείται ενός σημαντικού γεγονότος για τη ζωή μας είναι φυσιολογικό φαινόμενο. Το χρόνιο άγχος, ανεξαρτήτως αιτιολογίας συνήθως συνοδεύεται και από αϋπνία. Η αϋπνία αυτή συνήθως παίρνει τη μορφή δυσκολίας στην επέλευση του ύπνου, καθώς ο ασθενής δεν μπορεί να «αδειάσει το κεφάλι του» από τις σκέψεις. Εάν η αϋπνία λαμβάνει τη μορφή της πρώιμης αφύπνισης, μπορεί να αποτελεί εκδήλωση κατάθλιψης. Στην περίπτωση αυτή συνυπάρχει επίσης συνεχής κακοκεφιά, δυσκολία συγκέντρωσης, αναίτιο ή εύκολο κλάμα και κακή αυτοεκτίμηση.

Εξυπακούεται ότι παθήσεις που συνοδεύονται από πόνο, δύσπνοια, κράμπες, δυσπεψία, βήχα, κνησμό ή εξάψεις αναμένεται να προκαλούν αϋπνία. Το σύνδρομο ανήσυχων κνημών και οι «μυοκλονίες κατά τον ύπνο» επίσης προκαλούν αϋπνία, καθώς και ψυχιατρικές παθήσεις όπως η μανία, ενώ τα διαφορά ανοϊκά σύνδρομα μπορεί να προκαλούν αναστροφή του κύκλου ύπνου εγρήγορσης, με τη χαρακτηριστική αϋπνία τη νύχτα και ύπνο κατά την ημέρα. Η αϋπνία αυτή είναι διαφορετική από τη «φυσιολογική» αϋπνία των ηλικιωμένων και συχνά συνοδεύεται από προσανατολισμό και διέγερση.

Πολλές φαρμακευτικές ουσίες προκαλούν αϋπνία, με κυρίαρχη την καφεΐνη. Προσοχή χρειάζεται στις κρυφές πήγες καφεΐνης, όπως είναι τα αναψυκτικά τύπου cola ή η σοκολάτα. Επίσης, πολλά από τα «έξυπνα ποτά», σκευάσματα που υποτίθεται ότι προάγουν την ευεξία, την αντοχή και τη νοητική απόδοση περιέχουν μεγάλες ποσότητες καφεΐνης. Το αλκοόλ, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται προκαλεί διακεκομμένο και όχι ομαλό ύπνο. Η νικοτίνη είναι επίσης διεγερτικό του ΚΝΣ. Τα διαφορά παράνομα ναρκωτικά μπορεί επίσης να προκαλούν αϋπνία, ενώ φάρμακα όπως η μονταφινίλη, ορισμένα αντικαταθλιπτικά, τα κορτικοστεροειδή, οι β-αποκλειστές, ορισμένα δισκία αδυνατίσματος, αποσυμφορητικά του ρινικού βλεννογόνου που περιέχουν α-διεγέρτες και φυσικά τα διουρητικά (εάν ληφθούν πριν την κατάκλιση) μπορούν να προκαλέσουν αϋπνία. αϋπνία προκαλεί επίσης η στέρηση ηρεμιστικών και κατασταλτικών του ΚΝΣ που λαμβάνονται για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ως προς τη φαρμακολογική αντιμετώπιση, σήμερα υπάρχουν ειδικά υπνωτικά φάρμακα της κατηγορίας των βενζοδιαζεπινών (λορμεταζεπάμη, φθοριονιτραζεπάμη, τεμαζεπάμη, τριαζολάμη, ζαλεπλόνη, ζολπιδέμη), ενώ και όλες οι άλλες βενζοδιαζεπίνες διαθέτουν σε κάποιο βαθμό υπνωτική δράση. Οι βενζοδιαζεπίνες με ευρύτερη δράση προτιμούνται στη -συνήθη- περίπτωση που συνυπάρχουν συμπτώματα άγχους. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και ορισμένα αντικαταθλιπτικά (όπως η αμιτριπτυλίνη και η τραζοδόνη), καθώς και τα αντιισταμινικά φάρμακα (όπως η υδροξυζίνη). Σημαντικότατο ρόλο στη θεραπεία παίζουν οι μη φαρμακολογικές αρχές που παρατίθενται παρακάτω.

 

Ροχαλητό και άπνοια του ύπνου

 

Μία άλλη σημαντική πάθηση που μπορεί να προκαλεί αϋπνία είναι η άπνοια κατά τον ύπνο. Η αϋπνία τότε έχει τη μορφή συχνών αναίτιων αφυπνίσεων, καθώς κατά τη διάρκεια της φάσης REM η συγκέντρωση του οξυγόνου στο αίμα πέφτει σημαντικά. Οι ασθενείς αυτοί ροχαλίζουν έντονα και πάντα, ενώ μπορεί ο ύπνος τους να είναι σε ποικίλο βαθμό ανήσυχος. Πάντως, δεν οφείλονται σε άπνοια του ύπνου όλες οι περιπτώσεις ροχαλητού, τουναντίον μάλιστα. Η άπνοια κατά τον ύπνο μπορεί να μην εμφανιστεί ως αϋπνία, αλλά μόνο ως υπνηλία κατά την ημέρα, ενώ στις προχωρημένες περιπτώσεις προκαλούνται πρωινές κεφαλαλγίες, ερυθροκυττάρωση και ακόμη και καρδιακή ανεπάρκεια. Η διάγνωση αυτής της κατάστασης απαιτεί ειδική εξέταση, την πολυ-υπνογραφία, κατά την οποία ο ασθενής κοιμάται συνδεδεμένος με ηλεκτρόδια που καταγράφουν το εγκεφαλογράφημα, την αναπνοή, τις κινήσεις, την καρδιακή συχνότητα και το ροχαλητό. Οφείλεται σε αδυναμία των τοιχωμάτων του λάρυγγα, ενώ η παχυσαρκία αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα (νόσος του Pickwick). Αντιμετωπίζεται είτε με ωτορινολαρυγγολογική επέμβαση είτε με την τοποθέτηση ειδικού αναπνευστήρα, που ο ασθενής χρησιμοποιεί σε όλη τη διάρκεια του ύπνου διαρκώς.

 

Κίνδυνοι

 

Η αϋπνία δεν απειλεί τη ζωή, αν και εγκυκλοπαιδικά αναφέρεται μία σπανιότατη πάθηση (έχουν αναφερθεί μόνο 20 περίπου περιστατικά), η «οικογενής θανατηφόρος αϋπνία». H αϋπνία μπορεί να υποκρύπτει ορισμένες σοβαρές παθήσεις όπως είναι η κατάθλιψη ή άλλα ψυχιατρικά νοσήματα. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι τα ατυχήματα και οι πιθανές συνέπειες της κακής απόδοσης στην εργασία, ιδίως εάν αυτή είναι υπεύθυνη ή επικίνδυνη. Ένας άλλος κίνδυνος μπορεί να είναι η πιθανότητα ανάπτυξης εξάρτησης από αλκοόλ, βενζοδιαζεπίνες και άλλα ηρεμιστικά. Εάν η αϋπνία επιμένει για περισσότερο από 1 εβδομάδα χρειάζεται διερεύνηση, βάση της οποίας θα είναι το ιστορικό, η ΑΝΕ και η πολυ-υπνογραφία.

 

ΣΥΝΟΨΗ: Ποτέ χρειάζεται παραπομπή σε γιατρό;

 

Η αϋπνία μπορεί να χρειαστεί εκτίμηση από το νευρολόγο, τον ψυχίατρο, τον παθολόγο, τον πνευμονολόγο ή τον ωτορινολαρυγγολόγο. Χρειάζεται ιατρική εκτίμηση όταν:

  1. Παρατείνεται για περισσότερο από 1 εβδομάδα ή επανεμφανίζεται συχνά.

  2. Συνυπάρχουν ψυχιατρικά συμπτώματα, όπως παράξενη συμπεριφορά, κατάθλιψη, έντονη διέγερση κλπ.

  3. Εμφανίζεται στα πλαίσια γνωστής άλλης πάθησης.

  4. Αναφέρεται αλκοολισμός ή κατάχρηση άλλων ουσιών ή υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις.