Εμβόλια ενηλίκων


Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού τα εμβόλια που προτείνονται για όλους τους ενήλικες που δεν έχουν ένδειξη ανοσίας, ανεξάρτητα από ηλικία, είναι του τετάνου-διφθερίτιδας, της ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας και της ανεμευλογιάς. Στην ορισμένη ηλικία για τον γενικό πληθυσμό - αλλά και ανεξαρτήτου ηλικίας σε ορισμένες ομάδες πληθυσμού - συστήνονται της γρίπης και της πνευμονίας και του έρπητα ζωστήρα. Σε άτομα που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου συστήνονται τα εμβόλια του μηνιγγιτιδόκοκκου, της ηπατίτιδας Α και Β και του αιμόφιλου της ινφλουέντζας.

Τα εμβόλια διακρίνονται σε αυτά που περιέχουν αδρανοποιημένους ιούς, προϊόντα ή τμήματα αυτών και σε αυτά που περιέχουν ζώντες εξασθενημένους ιούς. Ζώντες εξασθενημένους ιούς περιέχουν τρία εμβόλια: της ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας, της ανεμευλογιάς και του έρπητα ζωστήρα γι’ αυτό και αυτά αντενδείκνυνται σε ανοσοκατασταλμένους. Απόλυτή  αντένδειξη για όλα τα εμβόλια αποτελεί  η σοβαρή αλλεργική αντίδραση  (π.χ. αναφυλαξία) σε προηγούμενη δόση του εμβολίου ή σε κάποιο συστατικό του. Η οξεία νόσηση με ή χωρίς πυρετό αποτελεί σχετική αντένδειξη, αλλά καλό είναι να αποφεύγεται ο εμβολιασμός στην διάρκεια οξείας νόσου. 

Το εμβόλιο της γρίπης γίνεται κάθε χρόνο σε όλους τους ενήλικες που το επιθυμούν σε μία δόση τον Οκτώβριο με Νοέμβριο. Μελέτες δεν υποστηρίζουν την ανάγκη για διενέργεια δεύτερης δόσης, με εξαίρεση ίσως τους ανοσοκατασταλμένους στους οποίους συνήθως η αντισωματική απάντηση είναι πτωχή. Συστήνεται να γίνεται, μεταξύ άλλων και στην κύηση και σε φροντιστές βρεφών κάτω των 6 μηνών και ανοσοκατασταλμένων ατόμων.

Για τον πνευμονιόκοκκο υπάρχουν δύο εμβόλια το συζευγμένο (13-δύναμο) που γίνεται μόνο μία φορά και το πολυσακχαριδικό (23-δύναμο). Αν το 23-δύναμο γίνει σε ηλικία κάτω των 65 θα χρειαστεί μία δεύτερη δόση όταν το άτομο περάσει τα 65 έτη και εφόσον έχουν περάσει τουλάχιστον 5 έτη από την πρώτη δόση. Τα δύο εμβόλια (συζευγμένο και πολυσακχαριδικό) γίνονται με διαφορά ενός έτους.

Για την προστασία από τον τέτανο απαιτούνται τρείς δόσεις εμβολίου και η ανοσία διαρκεί 10 έτη από την τελευταία δόση. Είναι το μόνο εμβόλιο που πρέπει να επαναλαμβάνεται ανά δεκαετία, γιατί δεν αφήνει μόνιμη ανοσία. Γίνεται ταυτόχρονα με εμβόλιο για την διφθερίτιδα, ενώ συστήνεται μία αναμνηστική δόση να παρέχει επιπλέον προστασία και για κοκκύτη. Όταν κάποιος έχει κάνει τρεις δόσεις εμβολίου δεν χρειάζεται να κάνει αντιτετανική ανοσοσφαιρίνη (ορό). Αν όμως το ιστορικό εμβολιασμού είναι άγνωστο ή έχει κάνει λιγότερες από τρεις δόσεις εμβολίου πρέπει σε περίπτωση τραυματισμού να γίνει ορός και εμβόλιο την ίδια μέρα σε διαφορετικό χέρι.

Γενικότερα, καμία δόση εμβολίου δεν χάνεται όποτε και αν είχε γίνει. Η ταυτόχρονη χορήγηση πολλών εμβολίων δεν αυξάνει τις παρενέργειες ούτε μειώνει την αντισωματική απάντηση του οργανισμού. Το ελάχιστο μεσοδιάστημα μεταξύ δύο δόσεων του ίδιου εμβολίου είναι ένας μήνας, ενώ μεγαλύτερα μεσοδιαστήματα δεν επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού.